δαφνίτης
1 δαφνίτης — ο (Α δαφνίτης) [δάφνη] νεοελλ. 1. λίθος μέσα στη μάζα τού οποίου διαγράφονται σχήματα όμοια με φύλλα δάφνης 2. ποικιλία τού χλωρίτη αρχ. 1. (επίθετο τού Απόλλωνος) στεφανωμένος με δάφνη 2. φρ. «δαφνίτης οἶνος» κρασί αρωματισμένο με δάφνη …
2 δαφνίτης — δαφνί̱της , δαφνίτης laureate masc nom sg …
3 δαφνῖται — δαφνίτης laureate masc nom/voc pl …
4 δαφνίτας — δαφνί̱τᾱς , δαφνίτης laureate masc acc pl δαφνί̱τᾱς , δαφνίτης laureate masc nom sg (epic doric aeolic) …
5 δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …